12 May 2020
Η ελεύθερη διακίνηση προσώπων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατοχύρωσε και την ελεύθερη μετακίνηση ασθενών, κάτι το οποίο ανέδειξε, μεταξύ άλλων, ζητήματα προσβασιμότητας στις υπηρεσίες υγείας καθώς και συντονισμού των συστημάτων υγείας των κρατών μελών.
Ένας ασθενής ο οποίος αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας και που επιθυμεί να νοσηλευτεί σε άλλη Ευρωπαϊκή χώρα, η οποία ενδεχομένως να εξειδικεύεται σε συγκεκριμένους κλάδους ιατρικής, όπως για παράδειγμα σε σπάνιες νόσους, πρέπει να πάρει μια σειρά αποφάσεων που καθορίζουν τις εναλλακτικές επιλογές του είτε αυτές είναι εντός της χώρας είτε αυτές καθορίζονται πολλές φορές από το ίδιο το κράτος, έχοντας ως κύριο παράγοντα τον οικονομικό.
Με βάση το Άρθρο 35 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2000/C 364/01), το δικαίωμα στην ιατρική περίθαλψη, καθότι ακριβώς η υγεία αποτελεί υπέρτατο αγαθό, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται αποκλειστικά από τη σκοπιά των κοινωνικών δαπανών και των λανθανουσών οικονομικών δυσκολιών. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αμιγώς οικονομικοί λόγοι δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τον περιορισμό της θεμελιώδους αρχής της ελεύθερης παροχής ιατρικών υπηρεσιών.
Είναι αυταπόδεικτο πως το Ενωσιακό Δίκαιο υπερισχύει του Εθνικού Δικαίου. Αυτό επιβεβαιώθηκε από το ίδιο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην απόφαση Flaminio Costa κατά ENEL, 6/64, το οποίο επιβεβαίωσε τις αρχές του άμεσου αποτελέσματος και της υπεροχής του Ευρωπαϊκού Δικαίου, σύμφωνα με τις οποίες υπερτερεί του εθνικού δικαίου τονίζοντας τα εξής:
«(α) Το δικαστήριο δε, της Ευρωπαϊκής Ένωσης επισήμανε την υποχρέωση του εθνικού δικαστή να αφήσει ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη του εθνικού δικαίου ανεξάρτητα από το αν η διάταξη αυτή είναι προγενέστερη ή μεταγενέστερη του κοινοτικού δικαίου.
(β) Σύμφωνα με νομολογία του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της υποχρέωσης του εθνικού δικαστή να συμμορφώνεται με το κοινοτικό δίκαιο τόσο με τις διατάξεις που έχουν άμεση ισχύ όσο και μ’ αυτές που απαιτούν ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο όπως οι οδηγίες, αναγνωρίστηκε όχι μόνο η θετική υποχρέωση του να εφαρμόζει τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου αλλά και η αρνητική του υποχρέωση να μην εφαρμόζει οποιοδήποτε μέτρο εθνικού δικαίου που εμποδίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων.
(γ) Ο μηχανισμός του άμεσου αποτελέσματος στηρίζεται στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες και κατ’ επέκταση λειτουργεί ως εργαλείο διασφάλισης της εφαρμογής της αρχής της υπεροχής, καθώς παρέχει στους ιδιώτες να επικαλεστούν την ύπαρξη της και να απολαύσουν απρόσκοπτα τα δικαιώματα που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο».Η διασυνοριακή φροντίδα υγείας αφορά στην παροχή κάθε ιατρικής υπηρεσίας και με οποιαδήποτε τρόπο σε διακρατικό ασφαλώς επίπεδο. Ο ορισμός που δίνεται στην Οδηγία 2011/24/ΕΕ ορίζει ως διασυνοριακή υγειονομική φροντίδα την υγειονομική περίθαλψη η οποία παρέχεται σε κράτος μέλος διάφορο από το κράτος μέλος ασφάλισης. Η εν λόγω Οδηγία καλύπτει όλες τις υγειονομικές υπηρεσίες που παρέχονται από επαγγελματίες υγείας στους ασθενείς για αξιολόγηση, διατήρηση και αποκατάσταση της υγείας τους, συμπεριλαμβανομένων τη συνταγογράφηση και διανομή φαρμακευτικών προϊόντων και ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού.
Οι στόχοι της εν λόγω Ευρωπαϊκής Οδηγίας είναι ότι κάθε κράτος μέλος ασφάλισης εξασφαλίζει πρωτίστως ότι τα έξοδα διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης επιστρέφονται. Επίσης ότι υπάρχουν μηχανισμοί παροχής πληροφοριών στους ασθενείς, κατόπιν αιτήσεως, όσον αφορά τα πάσης φύσεως δικαιώματά τους στο συγκεκριμένο κράτος μέλος σε σχέση με τη λήψη διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης και τις διαδικασίες πρόσβασης και καθορισμού των δικαιωμάτων αυτών και προσφυγής και άσκησης ενδίκων μέσων, εάν οι ασθενείς θεωρούν ότι τα δικαιώματά τους δεν έχουν γίνει σεβαστά. Στο πλαίσιο των πληροφοριών σχετικά με τη διασυνοριακή υγειονομική περίθαλψη, πρέπει να γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των δικαιωμάτων που παρέχει στους ασθενείς η υπό αναφορά Οδηγία και εκείνων που απορρέουν από τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 883/2004. Επιπλέον, σε περίπτωση που ο ασθενής έλαβε διασυνοριακή υγειονομική περίθαλψη και εφόσον αποδεικνύεται αναγκαία ιατρική παρακολούθηση, παρέχεται η ίδια ιατρική παρακολούθηση με αυτή που θα παρείχετο αν η υγειονομική αυτή περίθαλψη είχε παρασχεθεί στο έδαφός του.
Αναφορικά με το άρθρο 13 της παρούσας Ευρωπαϊκής Οδηγίας, ασθενείς με σπάνιες νόσους παραπέμπονται σε άλλα κράτη μέλη για διάγνωση και θεραπεία με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους και την αντιμετώπιση των αναπηριών που αυτοί αντιμετωπίζουν χωρίς οποιοδήποτε οικονομικό περιορισμό ή αναφορά στις δαπάνες περίθαλψης και τα παρεπόμενα γι’ αυτό το σκοπό έξοδα τους.
Επομένως, ο εθνικός δικαστής βαρύνεται να εφαρμόσει στο ακέραιο το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και να προστατεύσει τα δικαιώματα των ιδιωτών. Περαιτέρω, τα κράτη μέλη έχουν υποχρέωση να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο ικανό να διασφαλίζει την εκτέλεση των υποχρεώσεων τους, οι οποίες απορρέουν από Ευρωπαϊκές Συνθήκες ή προκύπτουν από τις πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εξάλλου, όπως είναι γνωστό ο στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι να βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Σημ.: Τα πιο πάνω αποτελούν μία γενική θεώρηση του νόμου και της νομολογίας. Για περαιτέρω διευκρινήσεις μην διστάσετε να επικοινωνήσετε με το γραφείο μας στις ηλεκτρονικές διευθύνσεις m.nicolaides@vorkaslaw.com.cy ή p.vorkas@vorkaslaw.com.cy ή στο +357 22518777.
Φωτογραφία: Hash Naidoo